- χρηΐσκομαι
- Αιων. τ. (θαμ. τού χρῄζω) χρειάζομαι κάτι πολύ.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρή*, κατά τα ρ. σε -ίσκω / -ίσκομαι (πρβλ. ῥυ-ΐσκομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρηίσκονται — χρηίσκομαι need pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)